Η ταβέρνα του Αλβέρτου (Β)

Η ταβέρνα του Αλβέρτου - στο σπίτι του Κλάους
δείξε το στους φίλους σου...

Μέρος (Β) – Το πρώτο μέρος εδώ

Ο Κλάους, ένας επιφανής κύριος της πόλης, είχε δημιουργήσει και προέδρευε ένα πριβέ κλαμπ, με τους ισχυρούς και πλούσιους της πόλης. Συχνά, πυκνά, φορούσαν τα καλά τους, κάτι μακριά φράκα, και με τα μπαστούνια τους ανά χείρας, μαζεύονταν και συζητούσαν για το μέλλον της πόλης και για αποφάσεις, σα να τις έπαιρναν αυτοί. Το παρουσιαστικό του Κλάους, αυστηρό, με στρογγυλά γυαλάκια που ταίριαζαν απόλυτα με το χωρίς γωνίες πρόσωπό του.

Ο λόγος του αυστηρός, απόλυτος, συμβάδιζε με την εμφάνισή του. Οι απόψεις του ξεκάθαρες, χωρίς ίχνος χρωματισμού και συγκίνησης. Αρεσκόταν, εκτός από τις συναντήσεις με τα μέλη του κλαμπ, και σε δείπνα και συνεντεύξεις. Εκεί εξέφραζε αυτή τη μόνη αλήθεια που κατείχε και με το ύφος του απαιτούσε από το κοινό την αποδοχή της. Περιφερόταν στους δρόμους της πόλης με τον αέρα του δημάρχου, του οποίου την θέση εποφθαλμιούσε…

Δεν ήθελε να μπλέξει όμως με εκλογές, άλλωστε αυτές απαιτούσαν γνώσεις από τους δημότες, που ήξερε ότι δεν διέθεταν. Πίστευε ότι θα ερχόταν η ώρα που θα μπορούσε να επιβληθεί με το κύρος του. Είχε φυσικά τις γνώσεις, τις γνωριμίες και την καταγωγή για να το πετύχει. Είχε επιδοθεί και στην συγγραφή βιβλίων, που τα διάβαζαν όλοι στο κλαμπ των θαυμαστών του. Ο τρόπος γραφής του θύμιζε λίγο θρησκευτική αίρεση και τα κείμενά του περιείχαν κάτι μεταξύ οδηγιών και προφητειών για το εγγύς μέλλον. Φούσκωνε από περηφάνεια κάθε φορά που κάποιος, όχι μόνο διάβαζε αλλά και εφάρμοζε τα γραφόμενά του.

Η παλιά γνωριμία με τον Κλάους ήταν που έφερε εκείνη την παγερή νύχτα τον Αλβέρτο στην πόρτα του. Με κλεφτές κινήσεις και μεγάλη προσοχή από τα αδιάκριτα βλέμματα, μπήκε στο πολυτελές σπίτι του. Μετά τους απαραίτητους χαιρετισμούς και τις φιλοφρονήσεις, σύντομα η κουβέντα έφτασε στο θέμα που απασχολούσε τον αγχωμένο ταβερνιάρη. Εξιστορούσε το σχέδιό του και μιλούσε ακατάπαυστα, ενώ ο Κλάους, καθισμένος σταυροπόδι, πότε έγνεφε επιδοκιμαστικά για τις ιδέες του Αλβέρτου και πότε έδειχνε σκεπτικός. Μετά από ένα μεγάλο μονόλογο, ο Αλβέρτος κατέληξε:

– “Εσύ έχεις την εμπειρία και τις γνωριμίες να με συμβουλεύσεις… Είμαι σε ένα αδιέξοδο…”, και με την αγωνία χαραγμένη στο πρόσωπό του, πλέον σιώπησε.

Ο Κλάους, έκατσε μερικές στιγμές αμίλητος, που στον ταβερνιάρη φάνηκαν αιώνας… Έπειτα κατεβάζοντας λίγο τα στρογγυλά γυαλιά του, ξερόβηξε, κοίταξε τον Αλβέρτο στα μάτια και πήρε τον λόγο:

– “Φυσικά, φυσικά. Άλλωστε έχουμε και μια παλιά φιλία, που πλέον τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να εξελιχθεί σε συνεργασία…”

– “Δηλαδή;”

– “Όπως ξέρεις αυτή η πόλη δεν διοικείται σωστά… Οι δημότες είναι ήδη πολύ δυσαρεστημένοι από τις επιδόσεις του δημάρχου, αλλά και των προηγούμενων, και πλέον έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να αναλάβουμε εμείς από το κλαμπ. Να πάμε αυτή την πόλη ένα βήμα παρά πέρα. Με ένα – δυο σκάνδαλα ακόμα, θα ανατραπεί η υφιστάμενη κατάσταση και τότε…”

– “Μα ποιος θα δεχτεί κάτι τέτοιο; Υποθέτω εννοείς χωρίς να φτιάξεις επίσημο κόμμα”, τον διέκοψε ο Αλβέρτος.

– “Το να δέχεσαι κάτι, φίλε μου, είναι πολύ σχετικό… Στο κλαμπ όπως ξέρεις είμαστε πολύ λογικοί άνθρωποι. Η πλειοψηφία όμως του κόσμου δεν είναι… Άγεται και φέρεται από τα συναισθήματά του. Πότε φόβος, πότε αγανάκτηση, πότε θυμός… Γι’ αυτό η πόλη μας πάει από το κακό στο χειρότερο… Ας αφήσουμε λοιπόν αχαλίνωτα τα συναισθήματά τους, να δουν τι χάος θα φέρουν και να καταλάβουν επιτέλους, ότι είμαστε η μόνη αξιόπιστη λύση. Τίποτα δεν θα γίνει στα κρυφά, όλα με τη σύμφωνη γνώμη των δημοτών μας.”

– “Και ο δήμαρχος; Έτσι απλά θα παραχωρήσει την θέση του;”

– “Χα χα χα… καημένε Αλβέρτο…” γέλασε δυνατά αλλά άχρωμα, ο Κλάους. “Ο δήμαρχος είναι φανατικός αναγνώστης μου… Του έχω βέβαια έτοιμη μια άμαξα με άλογα κούρσας για να εξαφανιστεί όταν δυσκολέψουν τα πράγματα, αλλά ποιος νοιάζεται;”

– “Και πάλι, τι σχέση έχει αυτό με την ταβέρνα μου;”, αποκρίθηκε ο ταβερνιάρης, φανερώνοντας πως το άγχος του παραμένει, παρά την παροιμιώδη ψυχραιμία του συνομιλητή του…

– “Λοιπόν, το μόνο που θέλω από σένα είναι να γυρίσεις στην ταβέρνα σου, να συνεχίσεις την καλή δουλειά σου και να κατηγορείς όσους δεν έρχονται στην ταβέρνα σου, ότι κάνουν τον κόσμο να πεινάει περισσότερο. Να διαβάζεις και τις εφημερίδες μας. Σύντομα θα έχεις νέα μου…”

– “Ε, ναι… Αλλά…”, κόμπιασε ο Αλβέρτος. “Φοβάμαι λίγο…”

– “Μην ανησυχείς, όλοι οι λογικοί άνθρωποι του κλαμπ είναι στις κατάλληλες θέσεις. Ο εκδότης, ο χρυσοχόος, ο δικαστής. Έτοιμοι, με όρκο, να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο και να υποστηρίξουν την αλήθεια μας.”

-” Εντάξει…”, αποκρίθηκε ο Αλβέρτος με λιγότερη αμφιβολία από πριν. Διστακτικά σηκώνεται από την πολυθρόνα, χαιρετά σκεπτικός και φεύγει από το σπίτι του Κλάους, πάντα με την δέουσα προσοχή.

Πέρασαν κάποιες μέρες, βαρετές και με μικρή σχετικά κίνηση στο μαγαζί του Αλβέρτου. Εξακολουθούσε βέβαια να έχει πολύ περισσότερο κόσμο από πριν, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταβέρνα στην πόλη. Η δυσφήμιση των άλλων ταβερνών, είχε πιάσει τόπο. Έπειθε και τους πελάτες του πως ο λόγος που πεινούσαν συνέχεια ήταν οι αυτοί οι «άλλοι», που δεν ήταν πελάτες του, και δημιουργούσαν το αίσθημα της πείνας σε ολόκληρη την πόλη.

Οι «άλλοι», κυκλοφορούσαν προκλητικά στους δρόμους, και μόνο με την κακόμοιρη εμφάνισή τους, ανάγκαζαν τους πελάτες του Αλβέρτου να τον επισκεφτούν ξανά για μια γενναία δόση φαγητού ακόμα. Όμως, μέχρι εκεί έφτανε η επιτυχία του ταβερνιάρη. Δεν είχε πειστεί κανένας επιπλέον πελάτης να δοκιμάσει τα πρωτότυπα φαγητά του.

Ένα πρωινό, ο ταχυδρόμος της περιοχής έκανε την εμφάνισή του στην πόρτα της ταβέρνας, κρατώντας με δυσκολία ένα μεγάλο κιβώτιο. Ο αποστολέας άγνωστος, μόνο κάτι ξενικά γράμματα υπήρχαν στην μία πλευρά. Ο Αλβέρτος άνοιξε το κιβώτιο με ανυπομονησία και περισσή περιέργεια. Βρήκε μέσα κάτι μεταλλικά δαχτυλίδια, βαριάς κατασκευής, που παρόμοια δεν είχε ξαναδεί. Το πάνω μέρος τους είχε μεγάλη επιφάνεια, λεία, που σε μικρό χέρι θα μπορούσε να πιάνει και λίγο από τα διπλανά δάχτυλα. Είχαν ένα μικρό αστέρι βαθιά χαραγμένο στην ακρούλα, με έξι κορυφές. Υπήρχαν πολλά τέτοια, εκατοντάδες. Μέσα στο κιβώτιο υπήρχε και ένα γράμμα. Ο Αλβέρτος το ξεδίπλωσε γρήγορα και άρχισε να διαβάζει:

«Φίλε Αλβέρτο. Σου στέλνω αυτά τα μεταλλικά δαχτυλίδια τα οποία σχεδιάζω εδώ και καιρό. Φρόντισε όποιος γευματίσει από δω και πέρα στην ταβέρνα σου να τα φορέσει, γιατί οι καλοί πελάτες πρέπει να ξεχωρίζουν. Η κατασκευή τους είναι τέτοια που δεν επιτρέπει να ξαναβγούν, θα είναι πάντα περήφανο κόσμημα για την διατροφή τους. Δίπλα από το αστέρι έχει χώρο να χαράξεις έναν αριθμό, που θα είναι μοναδικός για τον καθένα. Πλέον έχεις αρκετά πεινασμένους πελάτες, δεν θα πουν όχι. Μόνο έτσι θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν την κουζίνα σου… Αγόραζε και εφημερίδα κάθε μέρα… Δείξε πίστη και εμπιστοσύνη».

Το σημείωμα τον άφησε με πολλά ερωτηματικά. Κοίταξε πιο προσεκτικά τα δαχτυλίδια. Πράγματι, είχαν και χώρο δίπλα από το αστέρι για να χαραχτεί ο αριθμός που του έγραφε ο Κλάους. Εκείνο όμως που τον έκανε να γουρλώσει τα συνήθως μισόκλειστα μάτια του, ήταν ότι ο δακτύλιος που χρησίμευε για να φορεθεί στο δάχτυλο δεν ήταν κλειστός. Είχε άνοιγμα έτσι ώστε να αυξομειώνεται η διάμετρός του και από την μέσα πλευρά είχε πολλές μικρές μεταλλικές βελονίτσες. Έτσι όταν θα έκλεινε, θα γαντζωνόταν μέσα στο δέρμα και δεν θα έβγαινε χωρίς να αφήσει σημάδι. Εντυπωσιάστηκε…

Δεν έχασε χρόνο, την επόμενη το πρωί άφησε μια έμπιστη σερβιτόρα στο πόδι του και ξεκίνησε να χαράζει τα δαχτυλίδια. Έβαζε 12ψήφιους αριθμούς γιατί σκέφτηκε πως τα πρώτα ψηφία έπρεπε να συμβολίζουν απλά την ταβέρνα του και τα υπόλοιπα τους πελάτες. Τις επόμενες μέρες ασχολήθηκε μόνο με αυτό, αλλά εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τι νόημα είχε όλο αυτό. Δεν καταλάβαινε πως θα έφερνε περισσότερους πελάτες, αντί να τους αποθαρρύνει. Εντάξει, οι φανατικοί πελάτες του δεν θα είχαν πρόβλημα να κουβαλούν για πάντα κάτι μεταλλικό πάνω τους, μπορεί να κόμπαζαν κιόλας, αλλά οι υπόλοιποι; Το επόμενο διάστημα ξεκίνησε να διαθέτει τα δαχτυλίδια του, με σχετική επιτυχία. Τους είπε πως θα έχουν και εξασφαλισμένο τραπέζι πλέον στην ταβέρνα χωρίς κρατήσεις και με έκπτωση. Όλα τελικά έγιναν πιο εύκολα από ότι νόμιζε…

Κάθε μέρα ο πλούσιος ταβερνιάρης αγόραζε και εφημερίδα για να ενημερώνεται για τις εξελίξεις, όπως του είχε υποδείξει ο Κλάους. Μέρα με την μέρα παρατηρούσε τους μισθούς να κατρακυλάνε και επιχειρήσεις να κλείνουν. Μόνο λίγα και πολύ μεγάλα μαγαζιά έμειναν ανοικτά. Τα φλουριά έχαναν συνεχώς την αξία τους και οι δημότες δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να τα φέρουν βόλτα. Οι χρυσοχόοι, από τα ιδρυτικά μέλη του κλαμπ του Κλάους, αγόραζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά για ένα κομμάτι ψωμί, αφού οι δημότες δεν μπορούσαν να πληρώνουν τους δυσβάσταχτους φόρους που πλέον είχε επιβάλει ο δήμαρχος.

Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δραματική όταν άρχισαν να υπάρχουν και σοβαρές ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης. Σκάνδαλα συνεχώς ξεφύτρωναν που ενέπλεκαν τα πολιτικά πρόσωπα της πόλης. Οι δημοτικοί σύμβουλοι και παρατρεχάμενοι του δημάρχου εναλλάσσονταν συνεχώς στις θέσεις τους. Άρχισε να επικρατεί ένα χάος, που η φτώχεια το έκανε πιο έντονο. Οι δημότες διχασμένοι αλληλοκατηγορούνταν, με τους πελάτες του Αλβέρτου ειδικά, εκτός ελέγχου. Ήταν και το δαχτυλίδι, που καθώς ήταν σφιχτά δεμένο πάνω τους, τους προκαλούσε πόνο και επιπλέον θλίψη…

Ο Αλβέρτος, παρακολουθώντας στενά τα γεγονότα, αναρωτιόταν αν ο Κλάους αναφερόταν σε αυτές τις ειδήσεις, που θα τον βοηθούσαν να αυξήσει την πελατεία του. Δεν έβγαζε νόημα αυτή η αναστάτωση με την πορεία της ταβέρνας του. Ο προσωρινός δήμαρχος, επιλογή του Κλάους, διατηρούσε πλέον μεγάλους καταλόγους, όπου κάθε δημότης αντιστοιχούσε σε έναν αριθμό. Μόνο όσοι ήταν γραμμένοι σε αυτούς τους καταλόγους είχαν 5 φλουριά στην διάθεση τους για να τα διαθέσουν για ολόκληρο το μήνα. Οι ώρες που εργαζόταν κάποιος, οι αποταμιεύσεις του, όλα, μετά από λίγο, ήταν στον κατάλογο. Οι κατάλογοι με τους αριθμούς των δημοτών και τα στοιχεία τους, μοιράστηκαν στα λίγα μεγάλα ανοιχτά μαγαζιά.

Μετά από λίγο οι χρυσοχόοι δεν έδιναν πια φλουριά με την ίδια ευκολία, μέχρι που σταμάτησε εντελώς η κυκλοφορία τους. Τότε, προς ευχάριστη έκπληξή του Αλβέρτου, έκανε την εμφάνισή του στις εφημερίδες το δαχτυλίδι… Το δικό του δαχτυλίδι, που έβαζε στους πελάτες, ήταν η μόνη λύση στα προβλήματα που είχαν προκύψει. Όποιος το είχε μπορούσε να μπαίνει στα μαγαζιά της πόλης που είχαν μείνει ανοιχτά, αλλά και ο μοναδικός τρόπος απόκτησης ειδών πρώτης ανάγκης.

Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του Αλβέρτου, βλέποντας σαν σε όραμα, ατέλειωτες ουρές πελατών να έρχονται να γευματίσουν στην ταβέρνα του για να αποκτήσουν το πολυπόθητο δαχτυλίδι. Επιτέλους, οι έξυπνοι πελάτες του, ανταμείβονται για την επιλογή τους. Μάλιστα για να μπει κάποιος σε άμαξα, ή σε καράβι έπρεπε να το φοράει. Έτσι όσοι ήταν να φύγουν από την πόλη, και δεν είχαν γευματίσει στην ταβέρνα του, έφυγαν με τα πόδια και με ένα μπογαλάκι με τα απαραίτητα…

(Το γ’ μέρος εδώ)


δείξε το στους φίλους σου...

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *