Η ταβέρνα του Αλβέρτου (Γ)

Η ταβέρνα του Αλβέρτου - ο γέροντας
δείξε το στους φίλους σου...

Μέρος (Γ) – Το δεύτερο μέρος εδώ

Το όραμα του Αλβέρτου, με τις ουρές έξω από το μαγαζί, ήταν μια πραγματικότητα αν και όχι όπως ακριβώς την φανταζόταν. Υπήρχαν βέβαια αυτοί που ήθελαν να κλείσουν μια θέση σε ένα τραπέζι. Ενώ άλλοι ήθελαν να μάθουν για το περιβόητο δαχτυλίδι. Πιο πίσω όμως, κάποιες ομάδες ανθρώπων συζητούσαν ή φώναζαν, και με κλεφτές ματιές κοιτούσαν προς την ταβέρνα του Αλβέρτου. Υπήρχε ένας διάχυτος προβληματισμός.

Φαίνεται πως κάποιοι θεωρούσαν εκβιαστικό το δίλημμα να φάνε στην ταβέρνα του για να αποκτήσουν το δαχτυλίδι. Κάποιοι «άλλοι», ακόμα πιο ιδιότροποι, θεωρούσαν εκβιαστικό να φοράνε για πάντα ένα κόσμημα. Ο Αλβέρτος έτριζε τα δόντια του πάλι, κοιτάζοντας πίσω από την βιτρίνα του μαγαζιού του… Μα δεν βλέπουν πως με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια; Εξαιρετικό φαγητό. Ελευθερία κινήσεων και καλές σχέσεις με τον δήμαρχο. Ταυτότητα ενσωματωμένη πάνω τους χωρίς να την χάνουν. Πέντε φλουριά εγγυημένα με αυτή την φτώχεια… Τι άλλο θέλουν πια; Να τους φέρουν σηκωτούς στο μαγαζί του;

Οι χωροφύλακες είχαν σχηματίσει μια σειρά έξω από το μαγαζί του Αλβέρτου για να αποτρέψουν οποιαδήποτε εκτροπή από την τάξη. Γενικά υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι της τάξης στην πόλη, σε διάφορα σημεία γιατί οι φασαρίες είχαν ενταθεί. Φαίνεται πως οι «άλλοι» χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Αυτοί που διαμαρτύρονταν και έκαναν επεισόδια και αυτοί που μετανάστευαν.

Ανάμεσα στο πλήθος αυτό των ανθρώπων που συζητούσαν, φώναζαν, ενίοτε και έβριζαν, η Φέντια έδειχνε μπερδεμένη… Ήταν προγραμματισμένο το ραντεβού της, από τους υπαλλήλους του Αλβέρτου, να φάει και αυτή την φορά. Είχε παρατηρήσει πως τον τελευταίο καιρό πεινούσε πιο συχνά και πολύ έντονα. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς της συμβαίνει, αφού ήταν τόσο σίγουρη για τα μοντέρνα φαγητά, που δεν της πήγαινε το μυαλό ότι ευθύνονται για οτιδήποτε. Μόλις άκουσε κιόλας τον Αλβέρτο να εξηγεί, της λύθηκαν και οι όποιες απορίες. Φταίνε οι τσαμπατζήδες που δεν έτρωγαν στην ταβέρνα, αλλά στο σπίτι τους. Και μόνο η παρουσία τους, την έκαναν να νιώθει πεινασμένη. Είχε αρχίσει να τους κατηγορεί και στις παρέες της…

Η Φέντια ήταν μια νεαρή μελαχρινή σερβιτόρα που αγαπούσε το επάγγελμά της. Της έδινε ιδιαίτερη χαρά να εξυπηρετεί πελάτες και να φεύγουν ευχαριστημένοι από το μαγαζί που εργαζόταν κάθε φορά. Ήταν από τις πρώτες που έσπευσαν να καταναλώσουν τα εδέσματα του Αλβέρτου. Κάτι ο φόβος της πείνας, κάτι ο θαυμασμός για τις νέες συνταγές, την οδήγησαν στο κατώφλι του διάσημου ταβερνιάρη. Το θεωρούσε μάλιστα και καθήκον της να δοκιμάσει από τις πρώτες, αφού σαν σερβιτόρα εργαζόταν ήδη σε ταβέρνες και μπαρ.

Αλλά αυτή η υποχρέωση με το δαχτυλίδι την έκανε να το σκέφτεται ξανά. Θυμόταν τα λόγια του παππού της, που εκτιμούσε πολύ, και της έλεγε να παραμένει πάντα ελεύθερη στην ζωή της να επιλέγει. Ο παππούς της είχε πολεμήσει τον κατακτητή και θεωρούσε την ελευθερία του ανθρώπου ως το ύψιστο αγαθό. Το δαχτυλίδι, αν και με πολλές ευκολίες, προκαθόριζε τελικά τον τρόπο ζωής της, όπως τις επιλογές φαγητού της. Από την άλλη βέβαια το να ξεχωρίζει και να έχει περισσότερα δικαιώματα, ήταν κάτι που μέσα της την ανέβαζε και ένιωθε ωραία. Άλλωστε αν είσαι νομοταγής τι έχεις να φοβηθείς;

Απορροφημένη στις σκέψεις τις, περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι και ξεμάκρυνε από τους άλλους… Η ώρα που είχε κλείσει για να γευματίσει, πλησίαζε επικίνδυνα και έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει. Ξαφνικά, μια τρεμάμενη αν και έντονη φωνή, διέκοψε τις σκέψεις της:

– “Με ψηλά το κεφάλι σκέφτεσαι καλύτερα…”

Η Φέντια ξαφνιάστηκε, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την μεριά που ακούστηκε η φωνή. Σε ένα παγκάκι καθισμένος, ένας αρκετά ηλικιωμένος κύριος, με μακριά γενειάδα και ένα μπαστούνι, της χαμογελούσε.

– “Ναι, ίσως… αλλά καλύτερα να κοιτάω και κάτω για να μην σκοντάψω…” η νεαρή κοπέλα απάντησε χιουμοριστικά αν και κάπως απρόθυμα…

– “Το να σκοντάψεις είναι ανθρώπινο… Το να σηκωθείς θεϊκό…Το να μείνεις κάτω, σατανικό…”

– “Χαχα, καλό…” απάντησε η Φέντια, με ένα κάπως ψεύτικο γέλιο, σκεπτόμενη πως ο γέροντας ήθελε κουβέντα και αυτή δεν είχε καθόλου χρόνο.

Σα να μάντεψε την σκέψη της, ο ηλικιωμένος κύριος την ρώτησε:

– “Τι σε προβληματίζει κόρη μου; Ίσως να είναι πιο εύκολο από αυτό που νομίζεις…”

Η σερβιτόρα δεν είχε καμιά όρεξη να εξηγήσει, αλλά τα μάτια της έπεσαν στα χέρια του ηλικιωμένου, που δεν φορούσε το περιβόητο δαχτυλίδι.

– “Βλέπω δεν φοράτε δαχτυλίδι…”

– “Δε νομίζω ότι μου πάει κόρη μου…”

– “Ξέρετε κι εγώ για αυτό είμαι σκεπτική…”

– “Για το αν σου πάει; Εξαρτάται τι τύπος είσαι… Επιλέγεις ελευθερία ή ασφάλεια;”

– “Γιατί, δεν μπορώ να έχω και τα δύο;”

– “Θα μπορούσε, αλλά έχει σημασία η σειρά επιλογής…”

– Δηλαδή;

– “Ένα είναι το σίγουρο. Πως αν επιλέξεις πρώτα την ασφάλεια θα χάσεις και την ελευθερία σου…”

Για τη Φέντια δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει. Είχε αρκετό εγωισμό για να παραδεχθεί πως έχει κάνει λάθος και άλλο τόσο για να παραδεχθεί πως ήταν φοβητσιάρα. Παρόλα αυτά σχεδόν άθελά της ψέλλισε:

– “Ναι, αλλά… δεν ήθελα να πεινάσω…”

– “Και πεινάς συχνά;”

– “Όχι… Αλλά παντού έλεγαν για πεινασμένους και…”

Ο παράξενος γέροντας την διέκοψε και της λέει:

– “Ξέρεις, το κακό είναι υποχρεωμένο να δηλώνει τις προθέσεις του…”

Η Φέντια ξαφνιάστηκε λίγο, τον κοίταξε περίεργα… Δεν είχε ποτέ συνδέσει το κακό με τα τεκταινόμενα. Ο γέροντας συνέχισε:

– “Δεν διάβασες πως τα μοντέρνα φαγητά ήταν σε δοκιμαστικό στάδιο;”

– “Ναι, το γνώριζα, αλλά…. Ο Αλβέρτος έχει τους καλύτερους σεφ…”

– “Τόσο καλούς, ώστε να επιλέξουν την υγεία σου σε σχέση με το δικό τους όφελος;”

– “Δεν εννοούσα καλούς σε χαρακτ… Τέλοσπάντων, το θέμα δεν είναι αυτό…” απάντησε η νεαρή κοπέλα, ελαφρώς ενοχλημένη και βιαστική…

– “Δεν θεωρείς ότι με το δαχτυλίδι θα χάσεις ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας σου;”, συνέχισε ο γέροντας.

– “Ναι, αλλά… έχει τόσες ευκολίες… Μου αρέσει να ανήκω και κάπου… Όχι να είμαι σαν τους «άλλους»… Έπειτα ακολουθώ τους νόμους, δεν έχω να φοβηθώ κάτι…” απάντησε η Φέντια κάπως διστακτικά.

– “Ο νόμιμος και ο παράνομος κόρη μου, αλλάζουν θέση ανάλογα με την ταυτότητα του αφέντη. Να θυμάσαι όμως ότι η δύναμη του κακού είναι περιορισμένη χωρίς την συγκατάθεσή μας…”

Η Φέντια, θυμήθηκε τον παππού της που της μιλούσε για το κακό και την αιώνια μάχη με το καλό και όλα αυτά τα μεταφυσικά. Αλλά τα τελευταία χρόνια τα έβρισκε κάπως παρωχημένα και παλιομοδίτικα… Όμως η ανάμνηση αυτή του παππού της και ο τρόπος που τα έλεγε ο ηλικιωμένος, με τόση πραότητα και σιγουριά, την έκαναν να αισθανθεί μια συγκίνηση. Ταυτόχρονα όμως ήθελε και να τα αποβάλλει από το μυαλό της. Βρισκόταν σε μια κατάσταση άρνησης. Δεν ήθελε να δεχτεί πως παραπλανήθηκε. Δεν ήθελε να σκεφτεί πως έφταιγε η ίδια με τις επιλογές της και όχι οι «γραφικοί» που έφευγαν από την πόλη με τα μπογαλάκια τους στον ώμο.

Ο γέροντας όμως συνέχισε:

– “Αφού εν γνώση σου επέλεξες δοκιμαστικά φαγητά, μπορεί να καταλήξεις να πεινάς όλο και πιο πολύ. Αν τώρα με την θέλησή σου παγιδευτείς, εσύ θα υποστείς και τις συνέπειες…”

– “Σας σέβομαι κύριε, δεν ξέρω και το όνομά σας… Αλλά δεν μπορώ να υποθέτω για τις συζητήσεις που γίνονται πίσω από την πλάτη μου, ούτε να φαντάζομαι δράκους… Έχω μεγαλώσει πια…”

– “Μην φοβάσαι γι’ αυτά που γίνονται στα κρυφά, δεν θα τους πηγαίνουν και πολύ καλά, αλλά πρόσεχε γι’ αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια σου. Και θα τα δεις καθαρά, όταν διώξεις τα σύννεφα που δημιουργούν οι αδυναμίες σου… Ο εγωισμός, ο φόβος, η περηφάνεια… Να θυμάσαι πως το επίπεδο της συναίνεσης ορίζει και το μερίδιο της ευθύνης μας…”

Η τελευταία πρόταση της ακούστηκε πιο έντονα από τις υπόλοιπες. Ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε. Η Φέντια, είχε αρχίσει να νιώθει πολύ άβολα με την συζήτηση και δυσανασχετούσε… Έψαχνε να βρει τρόπο να την διακόψει… Κοιτούσε γύρω γύρω νευρικά, αλλά και πίσω από τον καθισμένο υπερήλικα… Ένα μεγάλο μπουλούκι ανθρώπων έφευγαν στο βάθος, στο σταυροδρόμι, με βήμα γοργό… Αυτοί οι «άλλοι», οι περίεργοι με τα μπογαλάκια.

Ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα… Διέκρινε μια φιγούρα που θύμιζε πολύ τον παππού της. Παρατήρησε προσεκτικά, καθώς η φιγούρα απομακρυνόταν, ότι είχε το ίδιο περπάτημα και κορμοστασιά. Άρχισε να τρέχει προς την μεριά του… Όσο πλησίαζε, βεβαιωνόταν πως ήταν αυτός. Λαχανιασμένη όπως ήταν, του φωνάζει και πέφτει στην αγκαλιά του. Μιλάνε λίγη ώρα… Γυρνά να χαιρετήσει τον γέροντα. Είχε εξαφανισθεί. Έμεινε λίγο απορημένη, αλλά ο παππούς της, την τράβηξε από το μανίκι να προχωρήσουν. Χάθηκαν αγκαλιά στο τέρμα του δρόμου, μαζί με τους «άλλους»…


δείξε το στους φίλους σου...

3 σκέψεις για το “Η ταβέρνα του Αλβέρτου (Γ)”

  1. Επρόκειτο για μια εξαιρετική ιστορία από την πηγάζει το δίδαγμα, πως ο άνθρωπος επιβάλλεται παραμείνει ανεξάρτητος και ελεύθερος στην ζωή του για το συμφέρον του. Ωστόσο στις μέρες μας θα έλεγα πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολα επιτεύξιμο για κάποιους, αφού τείνουν να ταυτίζονται με τον περίγυρο, ώστε να ικανοποιήσουν την αίσθηση πως ανήκουν πραγματικά “κάπου”.
    Συγχαρητήρια κύριε Γαβριήλ, εξαιρετική δουλειά!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *