Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Η Ζωή κατηφόριζε τη μεγάλη λεωφόρο. Λίγα μέτρα ακόμη τη χώριζαν από το σπίτι της, ένα επιβλητικό, αλλά μοντέρνο κτήριο που έστεκε στο τέλος του πολυσύχναστου δρόμου. Το μέγεθος, αλλά και η αρχιτεκτονική του, το έκαναν να ξεχωρίζει από τα γύρω σπίτια. Η δωδεκάχρονη κοπέλα βάδιζε με βήμα ταχύ προς το πέτρινο οικοδόμημα. Σύντομα έφτασε στην είσοδο του σπιτιού. Έσπρωξε με δύναμη τη σιδερένια αυλόπορτα με τις περίτεχνες λεπτομέρειες και, αφού μπήκε στον κήπο, την έκλεισε πίσω της με θόρυβο. Διέσχισε την κατάφυτη αυλή που στόλιζε τη μονοκατοικία και εισχώρησε στο εσωτερικό της.
-Εσύ είσαι Ζωή; άκουσε τη μαμά της να φωνάζει από την κουζίνα.
-Ναι, της απάντησε αδιάφορα εκείνη.
-Πώς πέρασες στη βόλτα με την Άννα; συνέχισε.
-Καλά, αποκρίθηκε κοφτά η Ζωή και ανέβηκε στον επάνω όροφο του σπιτιού, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της.
Η κυρία Λουκία δεν έδωσε σημασία στη συμπεριφορά της κόρης της. Είχε συνηθίσει τόσα χρόνια τις αντιδράσεις της. Το ήξερε πως την είχαν κακομάθει, αλλά αυτό δε μπορούσε πια να αλλάξει. Έτσι συνέχισε ξέγνοιαστη τις ετοιμασίες για το δείπνο.
Η Ζωή, κλεισμένη στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοίταζε με νοσταλγία τις φωτογραφίες του καλοκαιριού. Ήταν και επισήμως η τελευταία ημέρα των καλοκαιρινών διακοπών. Την επομένη ξεκινούσε το σχολείο. Θα πήγαινε στην πρώτη τάξη του ιδιωτικού γυμνασίου που βρισκόταν στην περιοχή της. Φανταζόταν τον εαυτό της και την Άννα – την καλύτερή της φίλη – ανάμεσα στα άλλα μεγάλα παιδιά του σχολείου και αισθανόταν υπερηφάνεια.
Ο ήχος της πόρτας την έβγαλε από τις σκέψεις της. Είχε επιστρέψει ο μπαμπάς της από το εργοστάσιό του. Τελευταία γύριζε αργά στο σπίτι. Η Ζωή όμως δεν ήξερε τον λόγο. Δεν τον είχε ρωτήσει. Δεν την ένοιαζε.
Πεινούσε ήδη αρκετά κι έτσι, αφού έβαλε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες στο κάτω ράφι της μεγάλης ξύλινης βιβλιοθήκης της, κατέβηκε τις σκάλες. Κοντοστάθηκε όμως στη μέση της σκάλας. Είδε τους γονείς της να κάθονται στον καναπέ και να συζητούν. Κάτι σοβαρό πρέπει να είχε συμβεί! Δεν τους είχε ξαναδεί έτσι! Η μαμά της ήταν πολύ στενοχωρημένη. Τα γαλάζια μάτια της γυάλιζαν, ένα δάκρυ κυλούσε στο κόκκινο μάγουλό της. Η Ζωή δεν πίστευε αυτό που έβλεπε: η κυρία Λουκία που ήταν πάντα πρόσχαρη, πάντα χαμογελαστή, τώρα έκλαιγε! Το πρόσωπο του μπαμπά της δεν το έβλεπε από το σημείο που βρισκόταν. Μπορούσε μόνο να διακρίνει τα καφέ πυκνά μαλλιά του και το γκρίζο σακάκι του δίπλα στη μαμά της.
Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν καταλάβαινε τι συζητούσαν κι έτσι, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, γύρισε προβληματισμένη στο δωμάτιό της. Σε λίγο άκουσε τους γονείς της να τη φωνάζουν, λέγοντάς της πως ήθελαν να συζητήσουν. Η Ζωή κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Δε θυμόταν να είχαν συζητήσει ποτέ όλοι μαζί, σαν οικογένεια. Όταν μπήκε στο σαλόνι παρατήρησε πως και οι δυο ήταν πολύ ταραγμένοι, αλλά δε μίλησε.
-Κάθισε, της είπε ο πατέρας της και η Ζωή βολεύτηκε σε μια βελούδινη αναπαυτική πολυθρόνα.
-Θέλουμε να σου μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό, προσθέτει με στόμφο.
-Που θα σου αλλάξει τη ζωή, συμπληρώνει πικραμένη η μητέρα της.
Η Ζωή τρομάζει. Τι είναι αυτά που της λένε; Δε θέλει να αλλάξει η ζωή της. Είναι ευτυχισμένη, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει.
-Οι δουλειές στο εργοστάσιο δεν πάνε πολύ καλά τελευταία, συνεχίζει ο μπαμπάς της. Τα χρήματα δεν επαρκούν. Θα υπάρξουν όπως καταλαβαίνεις κάποιες… κάποιες αλλαγές στη ζωή μας, ολοκληρώνει.
– Δε θα μπορέσεις να πας στο ιδιωτικό γυμνάσιο Ζωή μου, εξηγεί με τρεμάμενη φωνή η μαμά της.
Η δωδεκάχρονη κοπέλα τους κοιτά εμβρόντητη. Δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις να μιλήσει.
-Μου λέτε ψέματα! καταφέρνει να πει σαστισμένη. Μου λέτε ψέματα! επαναλαμβάνει, αρνούμενη να δεχθεί την αλήθεια.
Ο κύριος Απόστολος κάνει πως δεν ακούει.
-Θέλω όμως να φανείς δυνατή! Τα πράγματα θα φτιάξουν. Είμαι σίγουρος! λέει σε μια προσπάθεια να παρηγορήσει την κόρη, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Η Ζωή όμως δεν τον παρακολουθεί πια. Σε μια κίνηση απελπισίας το βάζει στα πόδια. Δε μπορεί να αντέξει αυτά που μόλις άκουσε! Πολλές φορές η αλήθεια πονάει και γι’ αυτό οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη διαχειριστούν και επιλέγουν τη φυγή. Έτσι και εκείνη, προτίμησε να φύγει.
Βγήκε από το σπίτι κι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν ήξερε πού να πάει. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει, να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Όταν πια απομακρύνθηκε αρκετά, κοντοστάθηκε. Δεν είχε ακόμη αντιληφθεί τι είχε συμβεί. Χαμένη στις σκέψεις της ξεκίνησε να περπατά με αργό ρυθμό.
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σε έναν άγνωστο δρόμο. Ήταν νύχτα και το σκοτάδι απλωνόταν παντού γύρω της. Δεν υπήρχαν φώτα σε εκείνο το σημείο της πόλης. Το λιγοστό φως του φεγγαριού τη βοήθησε να διακρίνει λίγα βήματα μακριά ένα ξύλινο παγκάκι. Η Ζωή πλησίασε με βήμα ταχύ κι αφού κάθισε σε αυτό, ξέσπασε επιτέλους σε δάκρυα. Έκλαιγε με αναφιλητά για πολλή ώρα …
Ξάφνου, αισθάνθηκε ένα παγωμένο χέρι να ακουμπά τον ώμο της. Πετάχτηκε τρομαγμένη. Έστρεψε γρήγορα το κεφάλι της προς τα πίσω σε μια προσπάθεια να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που μόλις την είχε ακουμπήσει. Αντίκρισε ένα ξανθό κοκαλιάρικο αγόρι – στην ηλικία της πρέπει να ήταν – με ατημέλητο ντύσιμο και τρύπια παπούτσια. Η Ζωή τρόμαξε! Έκανε φοβισμένη μερικά βήματα προς τα πίσω, γύρισε την πλάτη της στο φτωχό αγόρι κι ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια.
-Στάσου, της φώναξε εκείνο. Δεν ήθελα να σε τρομάξω! Με λένε Τζακ, της είπε απλώνοντας ταυτόχρονα το χέρι του. Εσένα;
– Ζωή, του αποκρίθηκε εμφανώς ταραγμένη η κοπέλα, χωρίς βέβαια να καταδεχτεί να του δώσει το χέρι της.
-Χρειάζεσαι βοήθεια; Έχεις χαθεί; τη ρώτησε ο Τζακ χαμηλόφωνα.
-Όχι! Δεν μπορείς εσύ να με βοηθήσεις, του απάντησε απαξιωτικά.
-Όπως νομίζεις, αποκρίθηκε εκείνος και ετοιμάστηκε να φύγει.
Η Ζωή δε θα καταδεχόταν ποτέ βοήθεια από κάποιον αδύναμο, σαν τον Τζακ. Το πυκνό όμως σκοτάδι και το αλύχτισμα ενός σκύλου που ακούστηκε εκείνη τη στιγμή ήταν αρκετά για να την τρομάξουν και να την κάνουν να αλλάξει γνώμη. Ο φόβος είχε νικήσει τον εγωισμό της.
-Μη φεύγεις, του φώναξε και το αγόρι γύρισε έκπληκτο το κεφάλι του και την κοίταξε. Είναι νύχτα και… φοβάμαι, παραδέχτηκε.
Ο Τζακ, βλέποντάς τη φοβισμένη, αποφάσισε να μείνει μαζί της και ζήτησε να μάθει τι την έφερε εκεί. Η Ζωή δεν του απάντησε. Δεν τον ήξερε. Πώς μπορούσε λοιπόν να εμπιστευτεί έναν άγνωστο;
Κάθονταν στο παγκάκι αμίλητοι για ώρα. Κάποια στιγμή ο Τζακ αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή.
-Έχω μια ιδέα, της είπε. Ακολούθησέ με!
Η Ζωή δίστασε, τελικά όμως τον ακολούθησε. Υπό άλλες συνθήκες ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο, αλλά τώρα ήταν απελπισμένη και η απελπισία ωθεί πολλές φορές τον άνθρωπο να κάνει πράγματα που δεν φαντάζεται.
Ο Τζακ την οδήγησε στην κοντινή παραλία.
-Εδώ έρχομαι όταν θέλω να μείνω μόνος μου, να σκεφτώ, εξομολογήθηκε το αγόρι και κάθισε στην άμμο. Και νομίζω πως τώρα το έχεις κι εσύ ανάγκη, συνέχισε.
Η Ζωή βούρκωσε κι εκεί, κάτω από τον φωτισμένο από τα άστρα και το φεγγάρι ουρανό, τον εμπιστεύτηκε και του εξήγησε τι της είχε συμβεί.
-Καταλαβαίνω πως δε γίνεται να χαίρεσαι με τις αλλαγές που θα συμβούν στη ζωή σου. Δε λένε όμως πως κάθε εμπόδιο είναι για καλό; τη ρώτησε ο Τζακ. Εκείνη όμως δεν τον άκουσε. Είχε αποκοιμηθεί…
Ξύπνησε το επόμενο πρωί από το φως του ήλιου που έπεφτε στα καταγάλανα μάτια της. Έριξε μια διερευνητική ματιά γύρω της. «Ώστε δεν ήταν όλα ένας εφιάλτης» σκέφτηκε και αναζήτησε με το βλέμμα της τον Τζακ. Δεν τον βρήκε όμως. Είχε φύγει, την είχε αφήσει μόνη της στο άγνωστο αυτό μέρος όπου ο ίδιος την είχε οδηγήσει το προηγούμενο βράδυ, βιάστηκε να σκεφτεί.
Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της, σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Τότε άκουσε πίσω της βήματα. Γύρισε και είδε το αγόρι που είχε γνωρίσει την προηγούμενη νύχτα να έρχεται προς το μέρος της.
-Πήγα να βρω κάτι να φάμε, απολογήθηκε μόλις την πλησίασε αρκετά και της πρόσφερε ένα από τα δύο κόκκινα μήλα που κρατούσε στα χέρια του.
-Ευχαριστώ, του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα η Ζωή δαγκώνοντας με ευχαρίστηση το μήλο.
-Τι σκέφτεσαι να κάνεις, τη ρώτησε. Θα γυρίσεις στο σπίτι σου;
-Ποτέ! απάντησε η κοπέλα, χωρίς όμως να εννοεί αυτά που λέει.
-Φέρεσαι πολύ εγωιστικά! της είπε με αποφασιστικότητα ο Τζακ, ξαφνιάζοντάς τη. Δε σκέφτεσαι τους γονείς σου; Θα είναι σίγουρα απελπισμένοι όπως κι εσύ.
Η Ζωή δε μίλησε. Τα είχε χαμένα. Για μερικά λεπτά επικράτησε σιωπή.
-Πάμε μια βόλτα στην πόλη; πρότεινε νηφάλιος αυτή τη φορά ο Τζακ.
Εκείνη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και τα δύο παιδιά κατευθύνθηκαν προς το κέντρο της πόλης. Προχωρούσαν αμίλητοι χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών. Η Ζωή σκεφτόταν τα λεγόμενα του αγοριού που περπατούσε δίπλα της. Όσο και αν δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό, καταλάβαινε πως είχε δίκιο. Δεν ήθελε όμως να επιστρέψει στους γονείς της. Φοβόταν. Φοβόταν να αντικρίσει τη νέα πραγματικότητα, τις αλλαγές που θα έρχονταν στη ζωή της.
Ενώ περιπλανιούνταν στους δρόμους της πόλης, η Ζωή είδε από μακριά την Άννα να βγαίνει από ένα βιβλιοπωλείο. Την αναγνώρισε αμέσως κι έτρεξε προς το μέρος της.
-Άννα, της φώναξε από μακριά. Ήθελα πολύ να σε δω, να σου μιλήσω, συνέχισε μόλις έφτασε κοντά της και πήγε να την αγκαλιάσει. Εκείνη όμως τραβήχτηκε απότομα αποφεύγοντάς την.
-Τι θέλεις Ζωή; τη ρώτησε ψυχρά.
– Δε μπορείς να φανταστείς τι έχει συμβεί! άρχισε η Ζωή.
Η φίλη της όμως την έκοψε.
– Ζωή, έμαθα τι έχει συμβεί και λυπάμαι πραγματικά, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι για αυτό, είπε περιφρονητικά και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Στο άκουσμα των παραπάνω, η «φίλη» της Άννας ξέσπασε σε λυγμούς.
Ο Τζακ που μέχρι τότε παρακολουθούσε αμέτοχος τη σκηνή, την πλησιάζει λέγοντάς της:
-Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για τέτοιους ανθρώπους. Φαίνεται πως δεν ήταν ποτέ πραγματική σου φίλη!
Και τα δύο παιδιά επέστρεψαν στην παραλία. Η Ζωή όμως εξακολουθούσε να είναι θλιμμένη και προβληματισμένη. Η Άννα, η καλύτερή της φίλη, ο πιο κοντινός της άνθρωπος, τώρα, στα δύσκολα, της γυρνούσε την πλάτη.
Ο Τζακ χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την ευρηματικότητά του για να της φτιάξει το κέφι. Ξεκίνησε λοιπόν να της αφηγείται αστεία περιστατικά από τη φτωχή μέχρι τώρα ζωή του και κατάφερε να την κάνει να χαμογελάσει ξανά.
Οι επόμενες μέρες ήταν παραδόξως πολύ ευχάριστες για τη Ζωή. Η καταπληκτική εφευρετικότητα του αγοριού την έκανε να ξεχαστεί και να απολαμβάνει αρκετά την παρέα μαζί του. Σιγά σιγά μάλιστα εκείνη τον εμπιστευόταν και συζητούσαν όλο και περισσότερο. Μέρα με τη μέρα άλλαζε. Συνειδητοποιούσε πως οι μέρες που περνούσε με τον Τζακ ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής της και χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να ξοδέψει καθόλου χρήματα.
Είχαν πια περάσει τέσσερις ημέρες από τότε που ο κόσμος της Ζωής αναποδογύρισε. Η νεαρή κοπέλα όμως είχε ωριμάσει. Είχε καταλάβει πως μέχρι τότε δεν ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Νόμιζε πως ήταν. Η περιπέτεια αυτή την είχε βοηθήσει να το αντιληφθεί, αλλά και είχε φέρει στην ζωή της ένα πολύτιμο δώρο: έναν αληθινό φίλο, τον Τζακ.
Μια δωδεκάχρονη κοπέλα κατηφόριζε τη μεγάλη λεωφόρο χαμογελαστή . Ήταν η Ζωή που είχε αποφασίσει να γυρίσει στο σπίτι της και να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα που δεν τη φόβιζε πια. Ήταν όμως μια διαφορετική Ζωή. Μια Ζωή αλλιώτικη που τώρα ήξερε πως το να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που σε νοιάζονται και σε αγαπούν πραγματικά έχει τη μεγαλύτερη αξία…
Μπράβο. Διδακτική ιστορία βγαλμένη μέσα από την ίδια τη ζωή. Θα συμφωνήσω και ως προς το ότι ο τίτλος είναι εξόχως εύστοχος. Έχεις πολλά να δώσεις ακόμη. Συνέχισε!!
Ώριμο, ολοκληρωμένο, μεστό, ρεαλιστκό, μα και νοσταλγικό κείμενο.
Πολλά υποσχόμενη η γραφή σου…
Συγχαρητήρια!
Πολύ ωραία ιστορία με νοήματα και πολλές αλήθειες… Μπράβο!!
Η καθαρή σου και διεισδυτική ματιά και η αποκρυσταλλωμένη άποψη σου για τη φιλία, την ευτυχία, το χρήμα, τις παρέες, τα στερεότυπα, τη ζωή γενικότερα σε βοήθησαν να μας προσφέρεις μια απλή στην κατανόηση, όμως και πλούσια σε νοήματα και μηνύματα ιστορία. Είναι πολύ ενθαρρυντικό, ιδίως σήμερα όπου η πλειοψηφία είναι απλά ακόλουθος καταστάσεων και εξελίξεων και δεν ορίζει ούτε κατ’ ελάχιστο τη μοίρα της, να υπάρχουν “φωνές” που τουλάχιστον να διαπιστώνουν κάτι, να σκέφτονται.
Μπράβο ! Πολύ ωραία ιστορία! Ευρηματική, διαγράφει τη ψυχολογία των εφήβων ..παρουσιάζει τις μεταπτώσεις τους ..και τις αλλαγές του εσωτερικού τους κόσμου! Πολύ ευρηματικός και ο τίτλος!