Ο μονόλογος του ράφτη

gavriil_o_monologos_tou_rafti
δείξε το στους φίλους σου...

Δυο κύριοι μέσης ηλικίας πίνουν σαμπάνια και δείχνουν ευδιάθετοι, σχεδόν χωμένοι μέσα σε μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες. Ο ένας, με σπορτίβ καθημερινά ρούχα, κάθεται με το στόμα μισάνοιχτο, ακούγοντας τον συνομιλητή του. Πότε γνέφει καταφατικά, πότε χαμογελά, πότε ανοίγει τελείως το στόμα ρισκάροντας την επαφή με αιωρούμενα σωματίδια σκόνης και έντομα. Δεν αρθρώνει όμως λέξη. Ο άλλος, είναι ντυμένος με ένα πανάκριβο εμπριμέ σακάκι με το αντίστοιχο παντελόνι, χρυσό ελβετικό ρολόι και δερμάτινα μοκασίνια με διαμαντένιες λεπτομέρειες. Κάτω από το σακάκι φοράει ένα πουκάμισο μονόχρωμο, αλλά πολύ φωτεινό, με ξεκουμπωμένα τα τρία πάνω κουμπιά. Το ακριβό κολιέ που έχει περασμένο στο λαιμό καταλήγει σε ένα μικρό χρυσό ψαλίδι. Αν και απαστράπτον, οριακά ξεχωρίζει μέσα από την πυκνή τρίχα στο στέρνο του.  

Κρατάει ένα αναμμένο πούρο, αλλά σπάνια κάνει ρουφηξιά, καθώς έχει επιδοθεί σε έναν ατελείωτο μονόλογο. Τις μισές φορές που ξεχνιέται, η στάχτη πέφτει πάνω στο πανάκριβο χαλί του σαλονιού, αλλά ο ίδιος αδιαφορεί. Το σαλόνι που κάθονται, διαθέτει και ένα γραφείο βαριάς κατασκευής με πορτατίφ επάνω και χαρτοφύλακα. Υπάρχει και μια μικρή κούκλα, η οποία στέκεται πάνω σε στρογγυλή βάση και έχει κάνα δυο βελόνες καρφωμένες πάνω στο πουά φορεματάκι της. Ένα επίσης βαριάς κατασκευής σκρίνιο με μερικά βιβλία είναι πίσω από το γραφείο. Διαθέτει και ένα μεγάλο ράφι με τζάμι, που μέσα έχει αλκοολούχα ποτά. Ιδιαίτερες ετικέτες, που δεν είναι από τις συνηθισμένες που βρίσκει κάποιος στα μπαρ. Στη μια πλευρά του σαλονιού υπάρχει τζαμαρία που επιτρέπει την οπτική επαφή με μια τεράστια σάλα. Η σάλα είναι γεμάτη κούκλες που φορούν ρούχα έτοιμα ή και μισοτελειωμένα. Κάποιες έχουν βελόνες πάνω τους, ακόμα και μεζούρες.

Μια επιγραφή με χρυσά γράμματα σε έναν τοίχο γράφει: «Blebetheki’s Tailors». Μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα με ξύλινη κουπαστή, ελαφρώς κυκλική, οδηγεί στον πάνω όροφο. Υπάρχουν και άνθρωποι που πηγαινοέρχονται. Κάποιοι με καλά ρούχα κοντοστέκονται και παρατηρούν τις κούκλες, κάποιοι άλλοι, με πιο πρόχειρα, δουλεύουν πάνω σε αυτές.Τα βλέμματα των εργαζόμενων και των επισκεπτών της σάλας σπάνια πέφτουν στην τζαμαρία του σαλονιού, που έτσι κι αλλιώς δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Έτσι οι δύο κύριοι που συζητούν, απολαμβάνουν την κουβέντα τους με σχετική διακριτικότητα. Ο μονόλογος του ακριβοντυμένου συνεχίζεται με ύφος επιβλητικό, καταιγιστικό, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ή αποριών παρά μόνο νεύματα και επιφωνήματα:

– Και τι νομίζεις; Ότι ήμασταν πάντα έτσι; Ο ξακουστός οίκος μόδας Blebetheki; Θυμάσαι… Σε ένα μικρομάγαζο στα Κάτω Πετράλωνα ξεκινήσαμε. Μια τρύπα. Περισσότερα ήταν τα ποντίκια από τις βελόνες. Ντύναμε τις κούκλες belle epoque για να έχουν χώρο να κρύβονται από κάτω. Δικαιολογούσαμε το ημιυπόγειο λέγοντας ότι οι μεταβολές της θερμοκρασίας δεν κάνουν καλό στα υφάσματα και ότι μετά το ράψιμο “πρέπει να ξεκουράζονται”. Λες και είναι προζύμι… Οι τοίχοι λερωμένοι… Ευτυχώς ο ανύπαρκτος φυσικός φωτισμός βοηθούσε να μη φαίνονται… Για τα φορέματα είχαμε ρεσώ γύρω γύρω…

– Βλέπεις το ρεύμα ήταν κομμένο και έτσι τα φωτίζαμε …με ατμόσφαιρα. Το αστείο είναι πως σε κάποιους πελάτες έπιανε αυτό. Αλλά κατά τα άλλα, η μόνη μας ελπίδα για να βγούμε από το οικονομικό αδιέξοδο θα ήταν δίπλα στα ρεσώ να ζωγραφίσουμε πεντάλφα με αίμα κόκορα, σφαγμένο την πανσέληνο. Θα μπορούσαμε βέβαια να ασχοληθούμε με δουλειές πιο λαϊκές, ώστε το πελατολόγιο να είναι πιο ανεκτικό σε αυτές τις καταστάσεις. Αλλά ο λαουτζίκος έδινε πενταροδεκάρες. Γιατί όπως καταλαβαίνεις η πλέμπα δεν εκτιμά την πραγματική τέχνη. Παρόλα αυτά, το δοκιμάσαμε κι αυτό το λαϊκό ύφος για λίγο, αλλά δεν είχαμε και καμιά μεγάλη επιτυχία.

– Ο συνέταιρός μου… Ξέρεις… Εντελώς μεταξύ μας, δεν είναι αυτό που λέμε και το πρώτο βελόνι της αγοράς. Δεν φτάνει που τρυπούσε με τις βελόνες τον κοσμάκη, μετά τις έχανε κιόλας. Ήταν που βιαζόταν να πάει να παίξει τζόγο. Ογδόντα τοις εκατό κάτω ο τζίρος με το που άνοιξε στη γωνία το πρακτορείο με τα στοιχήματα. Αφού χωρίς να του το ζητήσουμε, ο πράκτορας είχε βάλει στον πάγκο του κάρτες της επιχείρησής μας και τις έδινε στους πελάτες του. Αλλά ούτε καν αυτός δεν πατούσε στο ραφτάδικο. Ούτε για σώβρακο. Χαζός ήταν; Θυμάσαι στο στρατό που κάποιους τσιμπούσαν οι κοριοί κοντά κοντά; Έτσι ήταν στα πόδια και στα χέρια οι πελάτες μας. Ο αφιλότιμος, ούτε ραπτομηχανή δεν έκανε τέτοια λεπτοδουλειά.

– Κι αφού τους τρυπούσε, μισοέβαζε τις καρφίτσες, πετούσε το ρούχο σε μια άκρη και βουρ για το πρακτορείο. Μετά πουθενά οι καρφίτσες… Έκοβε στην τύχη, όπου έβλεπε τρύπες, που έτσι κι αλλιώς ήταν γεμάτο. Τι να σου κάνουν και οι δικαιολογίες μου στους πελάτες; “…σου το κάναμε μακρύτερο γιατί θα ρίξεις μπόι…”, είπα μια φορά σε τριαντάρη. “…είδα ότι έχεις γούστο στις κάλτσες και πρέπει να φαίνονται…”, είπα σε έναν άλλο. “Τέτοιο μπούστο πρέπει να αναδειχτεί” κολάκεψα μια δεκάχρονη. Από το ένα μάτι είδα αμέσως. Το άλλο έκανε μια βδομάδα να ανοίξει από το καταχέριασμα του πατέρα της…

– Κι άλλα πολλά σκηνικά και δικαιολογίες…  “αποκλείεται να το φορέσετε αυτό χωρίς μπότα με μεγάλο τακούνι, θα το σκοτώσετε…”, είπα σε κάποια. Αλλά μπότα με τακούνι τριάντα πόντους πού να βρεθεί; Τόσο και παραπάνω περίσσευε το φόρεμα. “…μα μου είχατε πει ότι κάνετε δίαιτα μαντάμ, να μην το υπολογίσω;”, είπα σε κάποια που το παντελόνι της ήταν σαν κορσές. Είχαν πια τελειώσει οι δικαιολογίες μου και τις έκανα λούπα ξανά και ξανά. Έτοιμο για κλείσιμο το είχαμε… Ο πράκτορας στη γωνία βέβαια αγχωνόταν περισσότερο από τον συνέταιρό μου…

– Και τότε φίλε μου, από το πουθενά, εμφανίζεται στην πόρτα μας ένας τύπος, μιγάς με περίεργα χαρακτηριστικά. Με σκισμένο παντελόνι, τουρίστας κατά τα φαινόμενα. Μας πετυχαίνει σε φάση που έχω εκσφενδονίσει στον συνέταιρό μου το πόδι από μια κούκλα, λέγοντας και κάτι παριζιάνικα… Τρόμαξε ο άνθρωπος, ήξερε και σπαστά Ελληνικά. Γυρνάω, τον βλέπω, χαμογελάω και του λέω “ε, τι να γίνει, τα έχουν αυτά οι δουλειές. Δίνει τα κοστούμια μας φτηνότερα και από αυτοκίνητο επειδή του κλαίγονται. Καταλαβαίνετε… Δεν μπορούμε να σκοτώνουμε τη δουλειά μας”.

– Μου εξηγεί πως κατεβαίνοντας από το νοικιασμένο αμάξι για να πάρει κάτι να φάει από τα τοπικά βρώμικα, χρατσ… σκίζεται ο καβάλος του. Κάποιος χριστιανός, ο Θεός να τον έχει καλά, του είπε πού να μας βρει και να τον στην πόρτα μας. Τον πιάνω στο πίτσι πίτσι, καθώς φτιάχνω τον καβάλο, να τον ξαλαφρώσω κι από τα ψιλά του. Μαθαίνω πούθε κρατά η σκούφια του. “Σουαζιλάνδη” μου είπε με σπαστά Ελληνικά. “Τίνος είσαι εσύ” του λέω. Δεν έπιασε το αστείο και άρχισε να εξηγεί ο δύσμοιρος… Πως βρέθηκε Κάτω Πετράλωνα δεν ξέρω, πιθανόν για να δει πως περνάμε με τρεις και εξήντα, να νιώσει καλύτερα. Ελληνίδα η μάνα του, ήταν για διακοπές εδώ.

– Τέλοσπάντων, μη σ’ τα πολυλογώ, με την τελευταία βελονιά, αμολάει τη βόμβα. Ο βασιλιάς του, ναι έχουν βασιλιά εκεί, έψαχνε να βρει τους καλύτερους ραφτάδες. Ήθελε το πιο ωραίο, μοναδικό, παραδοσιακό ντυσιματάκι, που όμοιό του δεν έχει γνωρίσει ο κόσμος… Πετριά στο κεφάλι λέμε το στέμμα, όχι αστεία… Να σκεφτείς απέλασε τον καλύτερο ράφτη της χώρας του γιατί λέει έφτιαχνε συνηθισμένα ρούχα. Έραψα τελικά τον τυπά, του ξάφρισα ό,τι είχε και τον έστειλα στο καλό βιαστικά βιαστικά. Τρέχω να βρω τον συνέταιρό μου, που είχε μπαστακωθεί στον κεντρικό δρόμο και γύρω του κάτι παλλακίδες. Του φρόντιζαν το καρούμπαλο από το πόδι της κούκλας που έφαγε στο κεφάλι. “Τσακίσου ρε, έλα αμέσως στο ραφτάδικο, υπάρχει λόγος”, του λέω.

– Έρχεται επιφυλακτικά, τον τραβάω μέσα, κλείνω την πόρτα πίσω. Του εξιστορώ τι είπα με τον τουρίστα και του λέω να πάμε να ετοιμάσουμε κάτι να του το δείξουμε… Παίρνει μια έκφραση χαζοαπορίας, από τις αγαπημένες του, και μου λέει: “εδώ έδιωξε τον καλύτερο ράφτη που είχε, εμάς από τα Κάτω Πετράλωνα θα πάρει;”. “Φύκια για μεταξωτές κορδέλες θα πουλήσουμε. Εδώ που έχουμε φτάσει, λίγο πριν κόψουμε τα πόδια και τα χέρια από τις κούκλες να τα φάμε, είναι η μόνη μας ελπίδα. “Και το ξύλο ποιος θα το φάει;”, μου λέει, “Δέρνουν και άσχημα οι Ελβετοί μπάτσοι”. “Όχι Switzerland ρε μπετόβλακα… Swaziland, στην Αφρική. Στην Ελβετία τόσες τράπεζες έχουν, λες να μην ξέρουν από απατεώνες;”. Αφήνουμε παξιμαδάκια και νερό στο πάτωμα για τα κατοικίδια και σφραγίζουμε το ραφτάδικο. Πάμε μια κομπόστα και τις ευχές μας για ανάρρωση στον πράκτορα στο νοσοκομείο και βουρ για τη μαύρη ήπειρο.

– Εκεί βρήκαμε μεγάλο ανταγωνισμό. Όπως καταλαβαίνεις, δεν ήμασταν οι μόνοι που μυριστήκαμε χρυσάφι. Είχαν έρθει από όλα τα μέρη της γης μάστορες της βελόνας και του ψαλιδιού. Σε κάθε ομάδα ο Βασιλιάς έδωσε και από ένα δωμάτιο μέσα στο παλάτι. Έτσι ο καθένας μπορούσε να αφοσιωθεί απερίσπαστα στην δουλειά του. Είχαν έρθει και κάτι πρώτα ονόματα από Μιλάνο και Νέα Υόρκη, πού να φτουρίσουμε εμείς από τα Κάτω Πετράλωνα. Ορισμένοι είχαν φέρει ολόκληρο επιτελείο, πανάκριβες ραπτομηχανές, πολύτιμες πέτρες, υλικά α’ διαλογής και πάει λέγοντας. Ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε προσχέδια, αλλά δεν είχαμε τύχη με τον ακαμάτη τον συνέταιρό μου. Ειδικά τα τελευταία χρόνια στο μόνο που είχαμε εξασκηθεί, είναι εγώ στις δικαιολογίες και αυτός στους θεατρινισμούς, κάθε φορά που τον ρωτούσα που έλειπε τόσες ώρες.

– Έτσι, στην αρχή, έστελνα τον στοιχηματζή να κλέβει τα πατρόν από τους άλλους, να δουλέψουμε πάνω σε αυτά. Τη νύχτα πήγαινε και έμπαινε στα δωμάτια των άλλων ραφτάδων, μήπως και έχουμε καμία τύχη. Όπως το είπα… Καμία τύχη… Μόνο τα πρόχειρα πατρόν ήταν σκόρπια στους πάγκους, τα καλά τα φύλαγαν οι περισσότεροι σε χρηματοκιβώτια. Αν ήταν κωλόφαρδος ο συνέταιρός μου να έβρισκε τους συνδυασμούς των χρηματοκιβωτίων, θα είχε λύσει και το οικονομικό μας πρόβλημα με τα στοιχήματα. Αλλά ποιος την έχασε τη ρημάδα να τη βρούμε εμείς; Και ο χρόνος μάς πίεζε. Οι άλλοι ραφτάδες είχαν πλέον κάνα δεκάρι φορεσιές έτοιμες… Περιττό να πω ότι από τότε που είχαν έτοιμα ενδύματα, φύλαγαν το δωμάτιο ολημερίς και ολονυχτίς. Άσε που είχαν υποψιαστεί τις μπούκες του αχαΐρευτου συνεργάτη μου.

– Ένα πρωινό, μέσα στην απογοήτευση και την ηττοπάθεια, ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ο αναίσθητος συνέταιρός μου δίπλα ροχάλιζε, ξεγελώντας τους υπόλοιπους στο παλάτι ότι δουλεύαμε και τη νύχτα τη ραπτομηχανή. Σκασμένος όπως ήμουν, κάπνιζα κάτι φτηνοτσίγαρα, με την στάχτη να πέφτει στο μπλουζάκι μου και να την τινάζω κάθε τόσο. Κοιτούσα το ταβάνι. Εκεί ο ψωνισμένος βασιλιάς είχε ζωγραφισμένη μια ολόσωμη φιγούρα του από λαδομπογιά. Φορούσε μια παραδοσιακή πολύχρωμη φορεσιά της Σουαζιλάνδης και ατένιζε από ένα λόφο την στέπα. Ο καπνός από το τσιγάρο μου ανέβαινε ψηλά και έκανε τον βασιλιά να αχνοφαίνεται.

– Ω Μοντιέ… Ω Μοντιέ… Μια ιδέα μού τρύπησε το μυαλό. Ένιωσα την σπονδυλική μου στήλη να τη διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Πετάγομαι από το κρεβάτι και ξυπνάω τον αναίσθητο συνέταιρό μου. Του λέω “ήρθε η ώρα το υποκριτικό σου ταλέντο να λάμψει” και του εξήγησα το σχέδιο. Θα φτιάχναμε την πλέον αραχνοΰφαντη παραδοσιακή φορεσιά που κατασκευάστηκε ποτέ. Τόσο λεπτής υφής, που θα εξαφανίζεται… Όπως ακριβώς και η ενδυμασία του βασιλιά στο ταβάνι, πίσω από τον καπνό του τσιγάρου μου. Θα κάναμε πρόβα τις κινήσεις των χεριών, σα να κρατάμε κανονικό ένδυμα. Θα έπρεπε να στήσουμε ολόκληρο χορευτικό και να αντιμετωπίσουμε τους χλευασμούς και την αμφισβήτηση από τους άλλους ραφτάδες.

– Σκαρφίστηκα και ένα ψυχολογικό τέχνασμα και μερικά άλλα κόλπα. Δεν ανησυχούσα τόσο για τον Βασιλιά, αυτός θα ήταν το πιο εύκολο θύμα. Οι μέρες που είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε ήταν αρκετές για να καταλάβω πως πρόκειται για έναν μειωμένης αντίληψης άνθρωπο, που είχε τερματίσει το ψωνόμετρο… Οι υπόλοιποι με προβλημάτιζαν, υπήκοοι, υπηρετικό προσωπικό και κυρίως οι άλλοι ραφτάδες. Αλλά με την σωστή προετοιμασία και μια γερή δόση βοήθειας από την Θεά Τύχη, θα φεύγαμε ζάμπλουτοι από εκεί. Έτσι τις λίγες μέρες που απέμειναν, δουλεύαμε λόγια, κινήσεις, δικαιολογίες σε 24ωρη βάση. Τα μάτια μας από την αυπνία είχαν κάτι μαύρους κύκλους σαν στόχοι τοξοβολίας. Η δε προετοιμασία θύμιζε κάτι από θεατρικό… Μόνο που σε αυτό το θεατρικό ή θα γεμίζαμε χρυσάφι ή θα μας τουμπάνιαζαν στο ξύλο… Θα πόνταρα και στον κανιβαλισμό, αν δεν ήταν ο συνέταιρός μου τελείως άνοστος…

– Τελικά έφτασε η μεγάλη μέρα της επίδειξης. Υπήρχαν μεταφραστές για κάθε γλώσσα που μιλούσαν οι ραφτάδες. Σε μια μεγάλη σάλα, ο Βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του και δίπλα ένα παραβάν. Γύρω γύρω στην σάλα οι ομάδες, καθεμία με το δικό της περίπτερο, σαν έκθεση, περίμεναν τη σειρά τους να κάνουν την παρουσίαση. Το τι ρούχα έβγαλαν οι άλλοι ραφτάδες δεν λέγεται… Θάμπωσαν τα μάτια μας από την έμπνευση, τα υφάσματα και τα πετράδια. Παρατηρούσα τον γαλαζοαίματο, που όμως δεν έδειχνε και πολύ εντυπωσιασμένος.

– Μόλις έφτασε η σειρά μας, ξεκινήσαμε το θεατρικό μας. Πήρα τον λόγο και απευθύνθηκα σε όλο το κοινό, με αρκετές γονυκλισίες προς το στέμμα. Είχα τρακ στην αρχή, αλλά μετά ρόλαρε: “Μεγαλειότατε, αξιωματούχοι, κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι… Το ένδυμα που θα σας παρουσιάσουμε δεν εμφανίζεται με την ίδια μορφή σε κάθε άνθρωπο. Είναι τόσο τέλεια σμιλεμένο, με τέτοια άριστη πλέξη, τόσο λεπτή υφή, που παρουσιάζει την ιδιότητα της αντανάκλασης. Ανάλογα με το επίπεδο του καθενός, μπορεί να φαίνεται από χυδαιότητα έως το απαύγασμα της τελειότητας, της απόλυτης, της απέριττης ομορφιάς.”. Άσ’ τα, έμαθα μισό λεξικό απέξω τις τελευταίες μέρες.

– Και συνέχισα: “Οι μικροπρεπείς και ουτιδανοί μπορεί να βλέπουν ακόμα και εσώρουχα, ενώ οι μεγαλοφυείς, οι έχοντες τις τέλειας καθαρότητας ψυχές, μπορούν να δουν αραχνοΰφαντη περιβολή που ανθρώπινο μάτι δεν έχει ξανά αντικρύσει. Βλέπετε, όταν οι άλλοι έκρυβαν στα χρηματοκιβώτια τα πατρόν τους, εμείς στο δικό μας κρύβαμε ένα σπάνιο θαύμα της φύσης.”. Και τότε έβγαλα από την τσέπη μου ένα κουτάκι, το άνοιξα και το έδειξα στους παρευρισκόμενους. Χλώμιασαν, εντυπωσιάστηκαν… Μέσα είχα κάτι αράχνες, που πριν είχα βάψει πράσινες, ως σπάνιο είδος, και τις παρουσίασα στο κοινό ως τους συνεργάτες μας. Τα μάτια του Βασιλιά άνοιξαν διάπλατα. Πήρα θάρρος. “Αυτό το σπάνιο είδος αράχνης επιτρέπει τόσο λεπτή πλέξη που σε συνδυασμό με τα  πολύπειρα, εξειδικευμένα χέρια μας, μπορέσαμε να κατασκευάσουμε αυτό…”.

– Ξεκινήσαμε το χορευτικό με τον συνέταιρό μου, βγάλαμε το δήθεν ένδυμα από το κιβώτιο. Ακούστηκαν κάτι επιφωνήματα. “Παρακαλώ την αυτού Εξοχότητα, που σίγουρα διακρίνει την λεπτεπίλεπτη ύφανση, να μπει πίσω από το παραβάν, να τον ετοιμάσουμε”. Κάπως διστακτικά στην αρχή αλλά μετά πιο αποφασιστικά, το στέμμα πήγε πίσω από το παραβάν. Με μαεστρικές κινήσεις απλώσαμε την ενδυμασία και τον ακολουθήσαμε πίσω από το παραβάν. Έψαξα να βρω ό,τι πιο θλιμμένο έχει συμβεί στη ζωή μου για να μην σκάσω στα γέλια με το μποξεράκι Looney Tunes που θα έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι. Δήθεν κουμπώναμε την ενδυμασία πάνω του, την ισιώναμε από εδώ, τη μαζεύαμε από την άλλη… “Σας αρέσει μεγαλειότατε; Έχετε δει πιο λεπτή ύφανση και πρωτοτυπία;”. “Ε ε όχι…”, απάντησε κάπως διστακτικά. Ο μεταφραστής εκπαιδευμένος, ανέκφραστος, ευτυχώς…

– Με την ίδια διστακτικότητα βγήκε από το παραβάν… Επιφωνήματα ακούστηκαν, χωρίς όμως να είναι σαφή ως προς το είδος. Οι πιο υποτελείς του έβγαλαν θαυμασμού, που έτσι κι αλλιώς σε όλες τις ενδυμασίες το ίδιο έκαναν. Οι περισσότεροι έβγαλαν επιφωνήματα έκπληξης. Κάποιοι έπνιξαν τα γέλια τους, σαν μουγκρητό ακούστηκε. Ευτυχώς δεν ήταν πολλοί. Δεν ξέρω και με ποιο τρόπο σκοτώνουν στη Σουαζιλάνδη τους ασεβείς, αλλά κάπως έπαιξε κι αυτό το ρόλο του. Οι άλλοι ραφτάδες έβγαλαν επιφωνήματα παραπόνου και απογοήτευσης.

– Τελικά όλο αυτό ακούστηκε σαν θόρυβος και χαμός. Ο αλαζόνας Βασιλιάς πάντως πήρε θετική ανατροφοδότηση από αυτό. Καμάρωνε… Άλλωστε δεν θα άντεχε τη σκέψη ότι το κοινό θα τον θεωρούσε κάτι λιγότερο από μεγαλοφυία. Έτσι έπαιξε οικειοθελώς τον ρόλο που του είχαμε ετοιμάσει στο θεατρικό μας. Είμαι σίγουρος πως από ένα σημείο και μετά όντως έβλεπε μια ενδυμασία. Κάποιοι ραφτάδες αντέδρασαν… “Μας δουλεύεις;”, φώναξαν… “Τέτοια ενδύματα φτιάχνουμε κι εμείς… Θα σας στείλουν στους κροκόδειλους..”. Δεν είχα όμως σκοπό να μου χαλάσουν την φιέστα και το χρυσάφι κάτι μοδίστρες της κακιάς ώρας…

– Τους αγριοκοιτάω, τους δείχνω και με έντονο ύφος τους λέω υποτιμητικά: “Η ζήλεια σας δεν σας επιτρέπει να φτάσετε στην καθαρότητα ψυχής που απαιτείται για να δείτε την υφασμάτινη τελειότητα”. Και συνέχισα με πλήρη θεατρικότητα προς όλο το κοινό και την Αυτού Εξοχότητα: “Είναι ένα απόλυτα σπάνιο ένδυμα που φιλοτεχνήθηκε με ένα συνδυασμό κοπιώδους προσπάθειας και θαύματος της φύσης. Δεν τρέφω αυταπάτες… Οι μόνοι σίγουροι που μπορούν να το δουν είναι ο Βασιλιάς και ο μάγος της φυλής. Φωνάξτε τον μάγο αμέσως να το πιστοποιήσει”, ούρλιαξα με μια υστερία… Κάποιοι με πλησίασαν να με ηρεμήσουν και να με ενημερώσουν πως δεν υπάρχει πλέον μάγος της φυλής… Ο Βασιλιάς αν και μέρος του θεατρικού χωρίς να το γνωρίζει, εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε από το δράμα μου. Διέταξε να απομακρύνουν τους συκοφάντες και έδωσε εντολή να λήξει η επίδειξη μόδας.

– Από εκεί και πέρα, την ξέρεις την ιστορία. Φουσκώσαμε χρυσάφι, μαζέψαμε σβέλτα τα βασικά προσωπικά μας είδη από τα Κάτω Πετράλωνα και εξαφανιστήκαμε. Μετακομίσαμε μακριά, αλλάξαμε και ονόματα, μην έχουμε περίεργα συναπαντήματα. Τι έγινε από εκεί και πέρα στη Σουαζιλάνδη ούτε που μάθαμε. Αυτοκτόνησε ο Μεγαλειότατος από ντροπή; Κυκλοφορούν όλοι με εσώρουχα από τότε; Προσπαθούν να βρουν τις πράσινες αράχνες να τις πολλαπλασιάσουν; Μας κυνηγάει η Ιντερπόλ; Ποιος ξέρει; Το θέμα είναι πως εμείς με το χρήμα που πήραμε στήσαμε τον οίκο μόδας Blebetheki’s Tailors. Προσλάβαμε και ραφτάδες της προκοπής και ‘να μαστε…

Τελειώνοντας την κουβέντα του, άπλωσε το χέρι δείχνοντας την τζαμαρία στο συνομιλητή του. Ο πλούσιος ράφτης άραξε αναπαυτικά πίσω στον καναπέ του, κάνοντας μια μεγάλη ρουφηξιά από το πούρο του. Ο άλλος αρκέστηκε να κοιτάξει μια ακόμα φορά από την τζαμαρία, παρατηρώντας την τεράστια σάλα με τη μαρμάρινη σκάλα και την χρυσή επιγραφή. Μετά από κάποιες στιγμές άνοιξε επιτέλους το στόμα του να μιλήσει εκφράζοντας την μοναδική απορία που του είχε απομείνει:

– Και αφού ο συνέταιρός σου ήταν τζογαδόρος και άχρηστος γιατί ο οίκος πήρε το όνομά του; Το κέρδισε σε στοίχημα;

– Δεν λένε Μπλεμπεδέκη τον συνέταιρό μου. Ο οίκος πήρε το όνομά του από αυτόν που χρωστάει την ύπαρξή του… BLEssed BE THE KIng!!!


δείξε το στους φίλους σου...

12 σκέψεις για το “Ο μονόλογος του ράφτη”

  1. Ολοκληρώνοντας την προηγούμενη ανάρτησή μου οφείλω να προσθέσω και να εξάρω την ενάργεια με την οποία αναδεικνύεται το πώς στην εποχή μας το τίποτα γίνεται κάτι, το ασήμαντο γίνεται σημαντικό, το φτωχό γίνεται πλούσιο και το μη ον γίνεται ον. Κι όλα αυτά εξαιτίας της θεάς τύχης ή για να είμαστε πιο ακριβείς στο φτωχό μέσο πνευματικό και ψυχολογικό επίπεδο, που μαστίζει την εποχή μας. Καλή συνέχεια στο συγγραφικό σας έργο και εύχομαι καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.

  2. Ξεκινώντας από τη θεμελιώδη επισήμανση ότι η ανάλυση και η κριτική ωχριούν από την άποψη της δυσκολίας απέναντι στη σύνθεση και τη δημιουργία, κάτι που σημαίνει ότι πανεύκολα και ανέξοδα κρίνεις αλλά δύσκολα δημιουργείς, έχω να καταθέσω τον αμέριστο θαυμασμό μου για το τελευταίο σας πόνημα. Κερδίσατε την εκτίμηση μου και την υποχρέωση εκ μέρους μου να απευθύνομαι σε εσάς στον πληθυντικό. Η λεπτομερής περιγραφή (του παρόντος) στις 3 πρώτες παραγράφους “στήνει” κανονικότατα κινηματογραφικό σκηνικό. Το flashback που επιχειρείτε μας ταξιδεύει στο παρελθόν, όπου κάθε στιγμιότυπο προσθέτει κάτι στην ιστορία σας, η οποία αναπτύσσεται ομαλά με πολύ κατανοητό τρόπο. Το εύρημα του “μη ρούχου”, το οποίο βεβαίως δεν μπορεί να υποστεί κριτική και εύκολα μπορεί να ανακηρυχθεί το καλύτερο είναι ίσως η κορωνίδα της ιστορίας σας.

    1. Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Η κριτική σας είναι λεπτομερής και επιτρέπει την κατάλληλη ανατροφοδότηση και ψυχολογική ενίσχυση για την επόμενη δημιουργία.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *