Μέρος (Β) – Το πρώτο μέρος εδώ
(Σημείωση: Η μικροιστορία αυτή δεν αποτελεί προϊόν φαντασίας του συγγραφέα, αλλά είναι ακριβής αποτύπωση του σεναρίου μιας γερμανικής ταινίας του Peter Fleischmann με τίτλο: Το Σύνδρομο του Αμβούργου. Γυρισμένη το μακρινό 1979… Συστήνεται πρώτα η προβολή της ταινίας και μετά η ανάγνωση της μικροιστορίας ως περίληψη.)
Τελικά ο γιατρός Έλερβάιν και η Ουλρίκε βρήκαν τρόπο να περάσουν στην πόλη. Άφησαν πίσω τους άλλους και χρησιμοποίησαν ένα φέριμποτ που διέσχιζε το ποτάμι του Λούνενμπουργκ. Ο γιατρός μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της αδελφής του, ήταν σκεπτικός, σχεδόν μονολογούσε:
– “Ουλρίκε είμαι μπερδεμένος, ίσως να μην βρούμε ποτέ την αιτία της αρρώστιας. Αλλά τι είναι αρρώστια; Να φοβάσαι την αρρώστια; Οι παρενέργειες της θεραπείας; Πρέπει βασικά…”
Σταμάτησε για λίγο και κάθισε σκεπτικός… Ύστερα συνέχισε:
– “Σκεφτόμουν την αδρεναλίνη, που απελευθερώνεται από το σώμα μας εξαιτίας των συναισθημάτων… Αλλά μπορεί να προκαλέσει φυσικές επιπτώσεις αν δεν μεταβολιστεί αρκετά γρήγορα. Ήταν λάθος να ψάξουμε τους νεκρούς για εξωτερικά συμπτώματα.”
Κοίταξε γύρω του και αφουγκράστηκε. Άκουγε ξανά μια μουσική… Έναν περίεργο ήχο… Η Ουλρίκε του είπε πως κι αυτή άκουγε κάποιες φορές αυτό τον συναρπαστικό τόνο και δεν ήξερε καν τι είναι…
Έφτασαν τελικά στο Λούνενμπουργκ, στο διαμέρισμα της αδελφής του γιατρού, αλλά το βρήκαν άδειο. Ο Έλερβάιν ήθελε να τηλεφωνήσει σε ένα συνάδελφο που δούλευαν μαζί στο εργαστήριο, πάνω στα σφάλματα κατά την κυτταρική διαίρεση. Σήκωσε το ακουστικό, λέγοντας στην Ουλρίκε:
– “Σε εκείνο το εργαστήριο κάθε μέρα και ένας χιμπατζής πέθαινε, μέχρι το σημείο που αρνήθηκαν να μας δώσουν άλλους… Περίπου 17 πέθαναν νομίζω. Ο πρώτος νεκρός που είδα σε αυτή την αρρώστια μου θύμισε εκείνο το εργαστήριο. Και ξέρεις γιατί; Και οι 17 πέθαναν σε αυτή την εμβρυακή στάση.”
Στο τηλέφωνο δεν απαντούσε κανείς. Ο παράξενος ήχος ακουγόταν ξανά, κάτι σαν μουσική με παράσιτα. Στο σαλόνι έπαιζαν τα νέα από την τηλεόραση και η έκτακτη είδηση ήταν η μεγάλη καταστροφή από ένα σεισμό. Το επίκεντρο ήταν εβδομήντα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα και τα θύματα δεκάδες χιλιάδες. Ο ρεπόρτερ που κάλυπτε το γεγονός του σεισμού έλεγε: «Ο καύσωνας κάνει τα πράγματα δύσκολα και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να ξεσπάσει επιδημία».
Ο γιατρός άκουγε προσεκτικά και κάποια στιγμή μονολόγησε:
– “Οι ιοί είναι πάντα παρόντες. Μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες γίνονται ενεργοί και καταλαμβάνουν το σώμα μας. Η συνθήκη…”, είπε σαν να βρήκε κάτι μοναδικό. “Εξαρτάται από την συνθήκη… Από τη συνθήκη μας… Αρκεί ένας ιός να μολύνει ένα κύτταρο και αυτό να διαιρείται επ’ αόριστον. Τα καρκινικά κύτταρα εξαπλώνονται συνεχώς. Μια απόδειξη για την αθανασία;”
Ο γιατρός έδειχνε να είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό. Κοίταξε την Ουλρίκε και την έπιασε από το χέρι…
– “Έχω ένα εξοχικό στο βουνό. Θα πάμε εκεί…”
Ξαφνικά ο Έλερβάιν έμεινε ακίνητος για λίγο και μετά έπεσε από την καρέκλα που καθόταν. Πήρε αργά αργά την εμβρυακή στάση…
Η Ουλρίκε, μετά το θάνατο του γιατρού, έφυγε από το σπίτι και επέστρεψε στο κομβόι αυτοκινήτων, έξω από την πόλη. Στο τροχόσπιτο πλέον είχαν εγκατασταθεί και δύο Ιταλίδες. Μια μητέρα με ένα νεογέννητο που την έλεγαν Άννα – Μαρία και η Λουίζα. Εντωμεταξύ, οι συγκεντρωμένοι στο κομβόι ήταν εκνευρισμένοι και η κατάσταση έδειχνε χαοτική. Ένα τανκ από το πουθενά, που κάποιοι είχαν κλέψει, πέρασε από το κομβόι πατώντας δυο αυτοκίνητα, με την αστυνομία πίσω να το κυνηγά. Η παρέα του τροχόσπιτου αποφάσισε τελικά να διαφύγει από ένα χωματόδρομο με κατεύθυνση το Γκίσεν. Ο νεαρός, ο νάνος και η Ουλρίκε έκατσαν στο αυτοκίνητο και οι δύο Ιταλίδες με τον Φριτζ στο τροχόσπιτο.
Έφτασαν στον αυτοκινητόδρομο και μπήκαν παράνομα, γιατί είχε απαγορευτεί η χρήση του. Συνέχισαν το ταξίδι τους στην άσφαλτο και ο νεαρός συντόνισε το ραδιόφωνο σε έναν σταθμό, λέγοντας πως θέλει να συνδεθεί με την άλλη πλευρά. Είπε πως είχε επαφή και ο νάνος αποκρίθηκε πως νιώθει εξαιρετικά καλά. Στο τροχόσπιτο όμως, η Λουίζα θύμωσε με την γκρίνια του Φριτζ και έγινε επιθετική, τον χτυπούσε. Μετά από λίγο, έπεσε νεκρή. Την έθαψαν στο πλησιέστερο νεκροταφείο, όπου ένας περιπλανώμενος ηλικιωμένος με ποδήλατο έβγαζε τον επικήδειο ενθυμούμενος κάποια λόγια του Δάντη Αλιγκέρι. Μετά ο μυστηριώδης ηλικιωμένος είπε:
– “Μια πρόποση στην ασθένεια. Αυτές οι εποχές είναι μαγικές στιγμές όπου τα τρομπόνια καλούν την ανθρωπότητα να επανασχεδιάσει την μοίρα της. Και αυτή είναι η ευκαιρία για ευδαιμονία…”
– “Όταν ήμουν μικρή θυμάμαι να ξυπνάω το πρωί βλέποντας την κοιλάδα με ομίχλη και τον παππού μου να τραγουδά στον στάβλο…”, συμπλήρωσε η Ουλρίκε.
– “Είστε τρελοί…”, πετάχτηκε ο Φριτζ. “Το να θυμάσαι είναι σύμπτωμα της ασθένειας. Αυτό είναι που βρήκαν. Το ξέρουν από τους μολυσμένους. Πριν πεθάνουν, θυμούνται την παιδική τους ηλικία. Όλη η ζωή τους παίζει προς τα πίσω… Έπειτα χαμογελούν και πέφτουν σε εμβρυακή στάση.”
Ύστερα από αυτή την απρόβλεπτη στάση, συνέχισαν το ταξίδι τους για να παραδώσουν το τροχόσπιτο στον πελάτη. Έφτασαν στο Γκίσεν, όπου υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Αξιωματούχοι μιλούσαν σε συγκεντρωμένο πλήθος ανακοινώνοντας ότι ο καγκελάριος ήταν νεκρός από την ασθένεια. Κάποιοι με πλακάτ που έγραφαν συνθήματα διαμαρτύρονταν. Συνθήματα όπως: «Θέλουμε φαγητό και νερό», «Οι νικητές της κρίσης σε καραντίνα», «Η κυβέρνηση κοιμάται», «Όλοι έχουν δικαίωμα στην υγεία», «Κάτω οι κερδοσκόποι», «Οι πλούσιοι ξεχειλίζουν και οι κοιλιές μας είναι άδειες». Υπήρχαν φορτηγά που παραλάμβαναν πτώματα σε σακούλες από τα σπίτια. Τελικά κατάφεραν να περάσουν από το συγκεντρωμένο πλήθος και να παραδώσουν το τροχόσπιτο. Αναγκαστικά πλέον, το ταξίδι τους έπρεπε να συνεχιστεί με όλους να βολεύονται μέσα στο τζιπάκι.
Μετά από κάποιες ώρες ταξιδιού, το βράδυ είχε φτάσει και οι ταξιδιώτες ήταν πολύ κουρασμένοι. Βρήκαν ένα πλούσιο αρχοντικό, σε ερημική τοποθεσία. Εκεί γινόταν ένα παράνομο καρναβαλικό πάρτυ και η οικοδέσποινα τους άφησε να μπουν. Ο κόσμος χόρευε και διασκέδαζε, άλλοι με καρναβαλικές στολές, άλλοι φορώντας υφασμάτινες χειρουργικές μάσκες. Μια παρέα με καλοντυμένους ηλικιωμένους συζητούσε για τα τεκταινόμενα:
– “Το μέλλον είναι ρόδινο…” είπε ένας από αυτούς. “Με μια κίνηση η κρίση χαλάρωσε το γόρδιο δεσμό.”
– “Σύντομα όλα θα καταρρεύσουν”, συμπλήρωσε κάποιος άλλος. “Θα έχουμε αρκετές δουλειές ξανά.”
– “Ανεξέλεγκτη ζήτηση, υπερβολική ανάπτυξη. Παράδεισος…”, πρόσθεσε ένας τρίτος.
Τις πρώτες πρωινές ώρες ο Φριτζ, ο νεαρός, και η Ουλρίκε μαζί με την οικοδέσποινα κρατώντας το μωρό, έφυγαν προσπαθώντας να βρουν τρόπο να περάσουν ένα ποτάμι. Βρήκαν ένα παλιό σκάφος σε ένα ποτάμι. Μέσα είχε κρυφτεί μια γυναίκα, που μόλις τους είδε τρόμαξε και τους φώναξε:
– “Τι θέλετε; Είναι το δικό μου σπίτι εδώ. Κρύφτηκα να μην με πιάσουν…”
– “Ποιος θέλει να σε πιάσει;”, ρώτησε η οικοδέσποινα.
– “Οι επιστήμονες”, απαντά αυτή. “Πιστεύουν ότι είμαστε πάρα πολλοί στον κόσμο. Και γίνονται όλο και περισσότεροι. Και στέκονται πλάτη με πλάτη και άλειψαν δηλητήριο παντού. Και αυτό το πράγμα βρωμάει.”
Εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα αεροπλάνο πάνω από το ποτάμι, σε πολύ χαμηλό ύψος, που ψέκαζε ένα κιτρινωπό υγρό. Η οικοδέσποινα αρρώστησε και προσπάθησαν να την συνεφέρουν, χωρίς επιτυχία. Για να μην έχει την ίδια τύχη και το μωρό από πείνα, η Ουλρίκε και ο νεαρός πήγαν να βρουν γάλα από αγελάδες που βοσκούσαν στα διπλανά λιβάδια. Έτσι μπήκαν σε μια απαγορευμένη περιοχή, όπου μια ταμπέλα ενημέρωνε ότι είχε απολυμανθεί. Για κακή τους τύχη όμως τους εντόπισαν καμιά δεκαριά άντρες, όλοι με παραπλήσιο ντύσιμο. Φορούσαν πράσινα πανωφόρια και πράσινα παντελόνια ενώ στο κεφάλι είχαν όλοι καπέλα με φτερά. Πυροβόλησαν το νεαρό και κάποιοι με υγειονομικές στολές συνέλαβαν την κοπέλα…
Την οδήγησαν σε υγειονομικό στρατόπεδο, την έγδυσαν και την έπλυναν με νερό σε πίεση. Ένας ηλικιωμένος γιατρός ήρθε και με ένα μηχάνημα που έκανε ενέσεις ετοιμάστηκε να της κάνει ένεση…
– “Δεν είμαι άρρωστη”, αντέδρασε η Ουλρίκε.
– “Πως μπορείς να το αποδείξεις;”, της απάντησε με μια περισσή αυθεντία ο γιατρός. “Κανένας δεν ξέρει αν είναι υγιής ή όχι. Γι’ αυτό πρέπει να τους θεραπεύσουμε όλους, για να κερδίσουμε αυτό τον πόλεμο. Πρέπει όλοι να πάρουμε μέρος και δεν θέλουμε κάποιον να είναι περίεργος.”
Προσπάθησε να της κάνει την ένεση. Η νεαρή κοπέλα έβγαλε μια κραυγή και το έσκασε. Ο γιατρός γεμάτος απορία αναρωτήθηκε τι έχει μέσα της.
Η Ουλρίκε άρχισε να τρέχει ολόγυμνη έξω από το υγειονομικό στρατόπεδο με υγειονομικούς και αστυνόμους να την κυνηγούν. Βρήκε το νάνο και τον ψήστη και κατέφυγαν σε ένα ορεινό χωριό. Στην είσοδο του χωριού ένας μοναχός κατέβαινε την πλαγιά φωνάζοντας:
– “Δόξα τω Θεό, οι προσευχές μας απαντήθηκαν. Η ασθένεια νικήθηκε. Τα καταφέραμε. Ευλογείτε το Θεό.”
Στο ορεινό χωριό ακουγόταν από τα ραδιόφωνα η αναγγελία λήξης της επιδημίας: «Μόνο χάρη στην βοήθεια από όλο τον πληθυσμό η χώρα μας ήταν ικανή να περάσει από το φοβερό τεστ. Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε τον καθένα ξεχωριστά. Αλλά ο κίνδυνος δεν έχει φύγει… Θα χρειαστούμε την βοήθειά σας να βρούμε αυτούς που δεν έχουν εμβολιασθεί. Προσέξτε να βρείτε τους ύποπτους. Σε αυτή την περίπτωση η αδιαφορία είναι έγκλημα.».
– “Ψέματα, σας κοροϊδεύουν”, φώναξε ο νάνος.
Πιο πέρα κάποιοι με υγειονομικές στολές συνέλαβαν έναν ηλικιωμένο και τον οδηγούσαν σε βανάκι με σταυρό. Αυτός φώναζε να τον αφήσουν και αντιστεκόταν. Ένας κουστουμαρισμένος διάβαζε εφημερίδα δυνατά σε μερικούς κατοίκους του χωριού: «Είδατε; Πρώτα κανένας δεν ήθελε να βοηθήσει, τώρα θα πρέπει να τους αφήσουμε να το αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Ολόκληρη η Ευρώπη μολύνθηκε. Ο καγκελάριος προσφέρει τεχνική και οργανωτική βοήθεια» Ο νάνος συνέχιζε να φωνάζει:
– “Ηλίθιοι, δεν καταλάβατε τι παιχνίδι σας παίζουν; Πρέπει να τους πολεμήσετε με νύχια και με δόντια. Ο κόσμος είναι άρρωστος, αυτό ήταν μια πρώτη προειδοποίηση. Η επόμενη καταστροφή έρχεται σίγουρα.”
– “Σκάσε σακάτη”, του φώναξαν κάποιοι κάτοικοι και του επιτέθηκαν.
Ο ψήστης προσπάθησε να τον προστατέψει. Επιτέθηκαν και σε αυτόν και τον κυνήγησαν. Μέσα στην αναταραχή η Ουλρίκε έφυγε και πήγε στον παππού της, σε ένα απομακρυσμένο σπίτι πάνω στο βουνό. Εκεί επιτέλους μπόρεσε να ηρεμήσει. Έκανε κούνια, που της θύμισε τα παιδικά της χρόνια και μιλούσε με τον παππού της. Δεν ήταν γραφτό όμως να κρατήσει πολύ αυτό. Ξαφνικά, ένα ελικόπτερο πλησίασε και κατέβηκαν κάποιοι άντρες με υγειονομικές στολές και την άρπαξαν. Αντιστεκόταν και φώναζε τον παππού της να την βοηθήσει. Όμως ο παππούς της το μόνο που είπε ειρωνικά ήταν πως αυτή ήταν μια πολύ σύντομη επίσκεψη. Γέλασε και την χαιρετούσε καθώς το ελικόπτερο απογειωνόταν…
Αυτος ειναι ο διαβολος ο ανθρωποφαγος και οσοι των ακολουθουν